- βαθιονοητός
- η , ο1) глубокомысленный; 2) проницательный, прозорливый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαθιονόητος — η, ο 1. αυτός που έχει βαθύ νόημα: Αυτό το βιβλίο είναι βαθιονόητο. 2. αυτός που έχει βαθιά σκέψη: Ο στοχασμός του είναι βαθιονόητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)